- μελανθέα
- μελανθέα, ἡ (Α)το να βλέπει κάποιος τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῑν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θέα (πρβλ. ανδρο-θέα, πασι-θέα)].
Dictionary of Greek. 2013.